Enrico Baj
---
--
-
Ξύπνησα εκείνο το πρωί με ένα έντονο αίσθημα
αναγούλας, ήταν που όλο το βράδυ, άκουγα
τον ήχο του λεωφορείου να αγκομαχάει μέσα
στα σωθικά μου.
Ξέρναγε την εξάτμιση στο μυαλό μου και προφανώς
ο εγκέφαλός μου, για να αποφύγει την πλήρη
εξάλειψή του, άρχισε να δημιουργεί αχαλίνωτα
όνειρα με θέματα παρμένα από θρίλερ που έχω
δει την τελευταία δεκαετία.
Με το σκέτο καφέ έκανα δυο τσιγάρα, η γεύση
που μου απόμεινε, έμοιαζε με την αίσθηση που
έχει κάποιος όταν καταλαβαίνει ότι τον χρησιμοποίησαν
και τον πέταξαν σαν στημένη λεμονόκουπα.
Έβαλα στα αυτιά μου το mp3 με δυνατό metal
και κατέβηκα να πιάσω τη μέρα από τα μαλλιά
-που λένε - , βέβαια όσες φορές και αν το προσπάθησα
αυτό διαπίστωσα ότι η μέρα ήταν καραφλή.
Παρόλα αυτά είπα : μην είσαι αρνητικός, το σύμπαν σου
οφείλει, όλα θα πάνε καλά σήμερα.
Περπατώντας τη λεωφόρο προσπάθησα να γευτώ τον ήλιο
και να μυρίσω την καλοκαιρινή μέρα που μόλις άρχιζε.
Οι διάφοροι καταστηματάρχες είχαν ξυπνήσει προ πολλού
και σφουγγάριζαν τα μαγαζιά τους, άδειαζαν τα απόνερα
στα πεζοδρόμια και προσπαθώντας να μην μπει νερό στα
σανδάλια που φορούσα, άρχισα να περπατάω στο πλάι του
δρόμου, τα φορτηγά όμως και τα αυτοκίνητα είχαν
άλλη άποψη, περνούσαν τόσο δίπλα μου που στην ουσία
το μόνο που κατάφερνα ήταν να σκουπίζω με την
μπλούζα μου, την σκόνη από τους προφυλακτήρες τους.
Συνάμα η ώρα περνούσε και ο καλοκαιρινός ήλιος άρχισε
να δείχνει τα δόντια του. Η ζέστη άρχισε να γίνεται
αποπνικτική και ενώ ο ιδρώτας κυλούσε και μούσκευε
τα ρούχα μου, σκεφτόμουν ότι τελικά είχε φθάσει
το πλήρωμα του χρόνου.
Όχι, δεν θα πήγαινα σήμερα στη δουλειά, θα έκανα πράξη
αυτό που από καιρό ετοίμαζα........
Το ετοίμαζα μέσα στο μυαλό μου, είχα οργανώσει όλα
τα διαδικαστικά, πως, που, τι... ,αλλά είχα κάνει και τις
απαραίτητες οικονομίες για να το πραγματοποιήσω
Βέβαια όπως όλες τις φορές στο παρελθόν που αυτή
η σπίθα προσπαθούσε να γίνει φλόγα, άρχισε να
με κατατρώει η αμφιβολία, άραγε θα τα καταφέρω;
Είναι σωστό; Τι θα πει ο κόσμος;
Κατέβαλα όμως κάθε ύστατη δύναμη που μου είχε απομείνει
και κίνησα για το σταθμό του μετρό.
Ξαφνικά όλα μου φαίνονταν πιο ωραία, ναι, τώρα ήμουν
δυνατός, ναι, θα το έκανα!
Οι άνθρωποι γύρω μου, παρά τη γνώριμη συνήθειά τους
να είναι απόμακροι και αυθάδεις, μου φάνηκαν
περίεργα ευγενικοί, χαρούμενοι και καλοσυνάτοι.
Ένα απρόσμενο κύμα αισιοδοξίας άρχισε να
κατακλύζει το είναι μου.
Είναι φανερό είπα μέσα μου, σήμερα είναι η ''μέρα''.
Όταν έφτασε το τρένο, παραδόξως δεν στριμώχτηκα
σαν σαρδέλα στο βαγόνι, ο κλιματισμός λειτουργούσε
και ε! πια! Είχε και ελεύθερη θέση να κάτσω!
Όση ώρα είχα στη διάθεσή μου μέχρι να φτάσω
στο προορισμό μου, αναμάσησα και τις τελευταίες
λεπτομέρειες του σχεδίου μου.
Κατέβηκα Μοναστηράκι και κίνησα για τα Αναφιώτικα
ποδαράτο πάλι, παρόλο που η ώρα είχε περάσει δεν
μπορώ να πω ότι με ενοχλούσε ο ήλιος η ζέστη
ή οτιδήποτε άλλο.
Στόχος μου ήταν ένα μαγαζάκι κάτω από τον
ίσκιο της ακρόπολης.
Πριν την στροφή όπου και ήξερα ότι θα ξεπρόβαλε,
η καρδιά μου άρχισε να παθαίνει κρίσεις πανικού,
προλαβαίνω να γυρίσω πίσω σκέφθηκα, αλλά η
άκρη του ματιού μου είχε ήδη δει τα πρώτα τραπέζια.
Ήταν αργά πλέον και το πήρα απόφαση, ή σήμερα ή ποτέ.
Προχωρώντας δειλά στην αρχή, αλλά με όλο και πιο
σταθερό βήμα στη συνέχεια έφτασα και
στρογγυλοκάθισα στο καλύτερο τραπέζι του
μαγαζιού που έμοιαζε να με περιμένει.
Όταν ήρθε η κοπέλα για παραγγελία
της είπα με σοβαρό ύφος: ένα φραπέ σκέτο με γάλα.
-
-........................................ Τέκμορας